γιανελί
Смотреть что такое "γιανελί" в других словарях:
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
γιαλελί — και γιανελί, το κοντό ρούχο, γιλέκο που φοριέται πάνω από το πουκάμισο (τό φορούσαν παλιά οι θρακοφόροι νησιώτες τού Αιγαίου). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yeleli] … Dictionary of Greek